- νεμεσίτης
- νεμεσίτης [pron. full] [ῑ] λίθος, ὁ,A Nemesis-stone, a stone with magical properties, Cyran.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεμεσίτης — νεμεσίτης, ὁ (Α) λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νεμεσίτης — νεμεσί̱της , νεμεσίτης Nemesis stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμεσίτας — νεμεσί̱τᾱς , νεμεσίτης Nemesis stone masc acc pl νεμεσί̱τᾱς , νεμεσίτης Nemesis stone masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)